Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



οβέλιο(ν), το


Ερμηνεία:

Κρανιομετρικό σημείο στην οβελιαία ραφή, μεταξύ των βρεγματικών  τρήμάτων, κοντά στη λαμβδοειδή ραφή. 

 



Ετυμολογία:

[οβελός, a spit]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Normal variants and congenital anomalies in the region of the obelion. Currarino G.AJR Am J Roentgenol. 1976 Sep;127(3):487-94.



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ανατομική: